- ασυμφιλίωτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν συμφιλιώθηκε με κάποιον2. απρόθυμος για συμφιλίωση, αδιάλλακτος3. (για πράγματα ή καταστάσεις) εντελώς διαφορετικός και ασυμβίβαστος («ασυμφιλίωτες αντιθέσεις, απόψεις»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασυμφιλίωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμφιλιώθηκε ή δε θέλει να συμφιλιωθεί με κάποιον: Έμεινε ασυμφιλίωτος με τον ανιψιό του, ώσπου πέθανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιάλλακτος — η, ο (Α ἀδιάλλακτος, ον) 1. αυτός που δεν διαλλάσσεται, δεν δέχεται συμφιλίωση, ασυμβίβαστος. ασυμφιλίωτος, άσπονδος 2. α μετάπειστος, ανένδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλλάττω. ΠΑΡ. ἀδιαλλαξία, ἀδιαλλακτικότητα] … Dictionary of Greek
αδιάλυτος — η, ο (Α ἀδιάλυτος, ον) [διαλύω] ό,τι δεν διαλύθηκε ή δεν μπορεί να διαλυθεί νεοελλ. 1. ό,τι δεν διασκορπίστηκε ή δεν έλειωσε 2. ανεξιχνίαστος αρχ. 1. ασυμφιλίωτος, αδιάλλακτος 2. άφθαρτος, ακατάλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλύω. ΠΑΡ. νεοελλ … Dictionary of Greek
ατέλειωτος — και ατέλειωτος, η, ο (Α ἀτέλειωτος, ον) αυτός που δεν έχει τελειωθεί ή συμπληρωθεί, ασυμπλήρωτος, ανολοκλήρωτος νεοελλ. (για χρόνο) 1. αέναος, αιώνιος 2. διαρκής, μακροχρόνιος 3. (για τόπο) εκτεταμένος, απέραντος, αχανής 4. (για ποσότητα) άπειρος … Dictionary of Greek
αδιάλλακτος — αδιάλλακτος, η, ο και αδιάλλαχτος, η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμβιβάζεται, ασυμφιλίωτος, ασυμβίβαστος: Υποστηρίζει απόψεις αδιάλλακτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)